Στην Αττική υπάρχουν αρκετά υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου. Στην Αθήνα (Λυκαβηττός, Αρδηττός, Πολύγωνο κ.α.), στον Πειραιά (Προφ. Ηλίας, Καστέλα, Δραπετσώνα κ.α.), στα νότια προάστια (Ελληνικό, Βούλα, Γλυφάδα), στα βόρεια (Κηφισιά, Παπάγου, Ψυχικό), στο Σούνιο, στη Ραφήνα. Ανάμεσα σ” αυτά τα καταφύγια υπάρχουν μερικά όπως της «Μεγάλης Βρετανίας», του Μεγάρου της Εθνικής Ασφαλιστικής, της Τραπέζης της Ελλάδος, του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και το υπόγειο του Μεγάρου του Αρείου Πάγου.
Το 1999 υπολογιζόταν ότι στην Ελλάδα σώζονταν περίπου 200 δημόσια καταφύγια. Τα περισσότερα, όπως προκύπτει από την έρευνα που είχε κάνει το Έθνος, βρίσκονταν στο χείλος της κατάρρευσης, κι όμως έχουν ακόμη έντονα τα σημάδια του παρελθόντος με χαραγμένα συνθήματα στους τοίχους ή και παλαιά αντικείμενα.
Στο κτίριο της οδού Κοραή 4, της Εθνικής Ασφαλιστικής, στα δύο υπόγεια (έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης) οι μηχανικοί Ε. Κριεζής και Α. Μεταξάς είχαν κατασκευάσει τα πιο σύγχρονα αντιαεροπορικά καταφύγια, με μεταλλικές πόρτες (γερμανικής προέλευσης) που έκλειναν αεροστεγώς, αλλά και επικοινωνία μεταξύ των 2 ορόφων με εσωτερικό κλιμακοστάσιο.
Στην Κατοχή εγκαταστάθηκαν στο μέγαρο διάφορες υπηρεσίες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και η Kommandatur και τα υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια μετατράπηκαν σε φυλακές. Στους χώρους αυτούς κρατήθηκαν πολλοί έλληνες πατριώτες , ενώ πέρασαν πολλοί έλληνες πολίτες κάθε ηλικίας, μέχρι και παιδιά 14 ετών, για ασήμαντα παραπτώματα.
Σε όλη την έκταση των τοίχων του δευτέρου και σε περιορισμένο τμήμα του πρώτου υπογείου οι κρατούμενοι έγραφαν ή χάραζαν με όποιο αιχμηρό αντικείμενο είχαν στη διάθεσή τους μηνύματα, ονόματα, χρονολογίες και σχέδια, κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές ανεξίτηλη την ιστορική μνήμη. Οι Γερμανοί έβαφαν επανειλημμένα τους τοίχους, οι οποίοι κάθε φορά ξαναγέμιζαν με μηνύματα.
Η στρατιωτική βάση του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε πριν από τον πόλεμο του ’40 και περιλάμβανε καταφύγιο αλλά και θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στο βράχο. Κατά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε σε λειτουργία ως το 1970, κι έπειτα εγκαταλείφθηκε. Το υπόγειο καταφύγιο του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε γύρω στο 1936, κοντά στη σπηλαιοεκκλησιά των Αγ. Ισιδώρων.
Εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων μέσα στο βράχο, διαθέτει δύο εισόδους, και είναι μεγαλύτερο και σε καλύτερη κατάσταση από το γνωστότερο μα εγκαταλειμμένο καταφύγιο του Αρδηττού.
Συντηρημένο, φρεσκοβαμμένο, αλλά με φανερά τα σημάδια του χρόνου, με ρεύμα, τουαλέτες και λουτρά. Οι εγκαταστάσεις του περιλαμβάνουν επίσης: δύο μεγάλες αίθουσες και άλλες μικρότερες, διαδρόμους, πολυβολείο (φωλιά πολυβόλου), αποθηκευτικούς χώρους, συσκευές και αγωγούς εξαερισμού, δεξαμενές, πίνακες και διακόπτες ηλεκτρικού, τηλεφωνικό κέντρο της εποχής του.
Και οι δύο είσοδοι, καταλήγουν στην κεντρική μεγάλη αίθουσα όπου και στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας για τις ανάγκες του πολέμου του 1940. Πιο συγκεκριμένα, η αρχική χρήση του ήταν στρατιωτική και ξεκίνησε όταν εγκαταστάθηκε εκεί το 1936 ή 1937 η Υπηρεσία Επιτήρησης Συναγερμού Αέρος Θαλάσσης και ο Σταθμός Ασυρμάτου, της διεύθυνσης Ραδιοτηλεγραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού. Σήμερα ο χώρος ανήκει στην υπηρεσία ΠΣΕΑ (Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών) του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (πρώην Δημοσίας Τάξεως).
Το καταφύγιο του Αρδηττού επιτάχθηκε από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου και με το τέλος του χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο των αντιστασιακών. Επί βασιλείας Παύλου αποτέλεσε βασιλικό καταφύγιο και ίσως εξαιτίας αυτού στη συνείδηση του κόσμου να επικράτησε η αντίληψη πως επικοινωνεί υπογείως με τα βασιλικά ανάκτορα.
Στην πολυκατοικία των οδών Πιπίνου και Επτανήσων στην Κυψέλη, που χτίστηκε το 1938 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λεωνίδα Μπόνη για την οικογένεια του εφοπλιστή Βούλγαρη, υπάρχει ένα ευρύχωρο υπόγειο καταφύγιο που μπορεί να φιλοξενήσει 63 άτομα και αποτελείται από μία κεντρική αίθουσα, δύο τουαλέτες, μία κουζίνα, ένα πλυσταριό και δύο μικρότερους βοηθητικούς χώρους.
Στα υπόγεια των εγκαταστάσεων του ΠΙΚΠΑ στη Βούλα υπάρχει καταφύγιο σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, Διαθέτει διπλή είσοδο (και διπλή έξοδο) προς τους υπόγειους θαλάμους και διαδρόμους, οκτώ δωμάτια και δύο τουλάχιστον φωλιές για πολυβόλα. Τα τοιχώματα είναι κατασκευασμένα από λιθοδομή (πέτρα), ενώ η αψιδωτή (καμπυλωτή) οροφή από σκυρόδεμα (μπετόν). Κοντά στην έξοδο υπάρχει εγκατάσταση μιας τριπλής ανοικτής δεξαμενής νερού, υπάρχει πεπαλαιωμένη ηλεκτρική εγκατάσταση και ίχνη υδραυλικής εγκατάστασης.
Στην ίδια ευρύτερη περιοχή αλλά μέσα στα όρια της Γλυφάδας, υπάρχει ένα ακόμη (δίδυμο) καταφύγιο της εποχής του 1940. Το καταφύγιο της Γλυφάδας είναι σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό της Βούλας, λίγο όμως μεγαλύτερο και εντελώς εγκαταλειμμένο και αφρόντιστο.
Η ιστορία του οχυρού και του υπόγειου καταφυγίου της Ραφήνας ξεκινά την πρώτη Μαΐου του 1941 με την είσοδο των Γερμανών στην περιοχή, οι οποίοι κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα για την επίβλεψη του παρακείμενου λιμένα στο λόφο Παναγίτσα που βρίσκεται νοτιοδυτικά από το κέντρο της πόλης της Ραφήνας και αποτελεί φυσική προέκταση των νοτιοανατολικών παρυφών του Πεντελικού όρους. Σήμερα καλύπτεται από πευκόφυτο δάσος που ονομάζεται Δάσος Οχυρό.
Για την ακρίβεια, πάνω στο λόφο δημιουργήθηκαν ανοικτές θέσεις πυροβόλων, αποθήκες, δεξαμενές, ορύγματα, καταλύματα και υπόγειες στοές. Παρόλο που κατασκευάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, οι σήραγγες και οι αίθουσες διατηρούνται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση.
Οι Γερμανοί έφυγαν από τη Ραφήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944, αφού φρόντισαν πρώτα να πάρουν τα πάντα από το λόφο του οχυρού, και φεύγοντας να τον ανατινάξουν.
Η μεγάλη αυτή έκρηξη κατέστρεψε μεγάλο μέρος του, με αποτέλεσμα να μείνει μόνο ό,τι βλέπουμε σήμερα περπατώντας στο λόφο: ορύγματα, τάφροι, φυλάκια και οχυρωματικά έργα κάτω από τα δέντρα, αλλά και το υπόγειο αυτό καταφύγιο. Οι τσιμεντένιες στοές του έχουν μείνει ανέπαφες από την έκρηξη, αφήνοντάς μας ένα ακόμη αττικό δείγμα υπόγειας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του Β΄ Παγκοσμίου.
Διαθέτει τρεις εισόδους, η μία από τις οποίες, η κεντρική, είναι κλειδωμένη με βαριά πόρτα και πάνω είναι γραμμένο «ΚΑΤΑΦ. 2-3». Η ακριβής τοποθεσία του είναι στη Δραπετσώνα, απέναντι από τις δεξαμενές του Βασιλειάδη στο λιμάνι και δίπλα ακριβώς από την Πυροσβεστική.
Είναι ένα αρκετά μεγάλο σύμπλεγμα υπόγειων διαδρόμων, που αποτελείται από δύο παράλληλες βασικές στοές και άλλες μικρότερες που τις συνδέουν μεταξύ τους, κάθετα προς αυτές, ενώ υπάρχουν και άλλες που είναι τυφλές (καταλήγουν σε βράχο).
Υπάρχουν εσωτερικές μεταλλικές πόρτες και μερικά σημεία διαμορφωμένα και χτισμένα με σύγχρονα τούβλα. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι γαλαρίες αυτές είναι λαξευμένες σε βράχο και μάλιστα σε κάποια σημεία πολύ σαθρό, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα της οροφής να έχουν σε διάφορες θέσεις καταπέσει, καθιστώντας την πρόσβαση αρκετά επικίνδυνη – ίσως να επρόκειτο για στοές παλιού λατομείου.
Την εποχή του Μεταξά που άρχισαν να κατασκευάζονται τα καταφύγια (τέλη δεκαετίας του 1930), ανακατασκευάστηκε και το συγκεκριμένο, μέρος των στοών του οποίου σήμερα είναι επενδυμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα και διαθέτουν παλαιές εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης. Υπάρχει μια μικρή μεταλλική υδατοδεξαμενή, που συνδέεται με ένα σωλήνα τροφοδοσίας, κι έναν άλλο που καταλήγει σε μια βρύση. Επίσης, παλαιές εγκαταστάσεις ηλεκτροδότησης στα τσιμεντένια τοιχώματα.
Kαταφύγιο, κρυμμένο στο κέντρο της Καστέλας, που φαίνεται να έχει κατασκευαστεί την εποχή του Μεταξά. Η ιδιαιτερότητά του είναι η εξής: είναι ισόγειο διώροφο, αλλά και υπόγειο ταυτόχρονα, έχοντας κατασκευαστεί στα πρανή ενός υψώματος.
Το συγκεκριμένο καταφύγιο καλύπτει σχετικά μικρή επιφάνεια (γι” αυτό και διώροφο) αλλά διαθέτει υδραυλικές εγκαταστάσεις και ρεύμα (βρύσες, τουαλέτες, φωτισμός), που βρίσκονται σε πολύ κακή όμως κατάσταση σήμερα, ερειπωμένα και κατεστραμμένα.Σκάλες συνδέουν τα δύο κύρια επίπεδα μεταξύ τους, αλλά και άλλους συγκεκριμένης σημασίας χώρους του επάνω ορόφου, που βρίσκονται λίγο ψηλότερα (WC, δεξαμενή νερού).
Ένα άλλο υπόγειο πολεμικό καταφύγιο που κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του Β΄ παγκοσμίου βρίσκεται στον λόφο του Προφήτη Ηλία. Είναι ένα μικρό αντιαεροπορικό καταφύγιο, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλους χώρους, αφού στην ίδια περιοχή υπάρχει και το προηγούμενο της Καστέλας, με το οποίο μοιάζουν κατασκευαστικά (όχι αρχιτεκτονικά), αλλά αυτό εδώ δεν διατηρεί τις εγκαταστάσεις του (υδραυλικά, ηλεκτρικά κλπ.).
ΠΗΓΗ PRONEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου